- φρατριασμός
- φρᾱτρι-ασμός, ὁ,A league, combination, conspiracy, Eust.647.34 (written [pref] φατρ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρατριασμός — ὁ, Μ βλ. φατριασμός … Dictionary of Greek
φατριασμός — ο, ΝΜ, και φρατριασμός Μ [φατριάζω / φρατριάζω] συνωμοσία νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φατριάζω, στάση και δράση για τα συμφέροντα τής φατρίας 2. δράση υπέρ ενός κόμματος, με υπέρβαση τών ορίων τής νομιμότητας και τής ευπρέπειας … Dictionary of Greek